- πενταπόσταγμα
- και πεντόσταγμα, το1. προϊόν πέντε αποστάξεων2. μτφ. η πεμπτουσία («στο αγαπάτε αλλήλους έγκειται το πενταπόσταγμα τής χριστιανικής διδασκαλίας»).[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντ- (βλ. πεντα-) + απόσταγμα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πενταπόσταγμα — το 1. το απόσταγμα μετά από πέντε αποστάξεις. 2. μτφ., πεμπτουσία, το κυριότερο συστατικό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πεντόσταγμα — το βλ. πενταπόσταγμα … Dictionary of Greek